Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηνίγγι

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)
η μήνιγγα
αρχ.
υποκορ. του μῆνιγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ-ιον, υποκορ. του μῆνιγξ, -ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή του -ν- σε -λ-, ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή του -η- σε -ε- από την επίδραση του ακολουθούντος -λ- (πρβλ. και θηλιά > θελιά)].