ἱππονόμος
From LSJ
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
English (LSJ)
ον,
A keeping horses, Poll.1.181. II ἱππόνομα, τά, prob. horsehire, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1260] Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππονόμος: -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς ἱππικός, καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., ὅπερ πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.
Greek Monolingual
ἱππονόμος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βου-νόμος, μηλο-νόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππονόμος: пасущий коней (βοτῆρες Soph. - v. l. ἱππονώμας).