Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Full diacritics: λαρύζει | Medium diacritics: λαρύζει | Low diacritics: λαρύζει | Capitals: ΛΑΡΥΖΕΙ |
Transliteration A: larýzei | Transliteration B: laryzei | Transliteration C: laryzei | Beta Code: laru/zei |
βοᾷ, ἀπὸ τοῦ λάρυγγος, Hsch.
λαρύζει: «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος» Ἡσύχ.
λαρύζει (Α) λάρυγξ
(κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος».