οικητήριο

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].