ἐναυλοστατέω
From LSJ
English (LSJ)
A make a fold in, SIG685.82 (Itanos).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυλοστατέω: κατασκευάζω μάνδραν ἔν τινι τόπῳ, «σταλιάζω», ἵνα μηθεὶς μήτε ἐν νέμῃ, μήτε ἐναυλοστατῇ, μήτε σπείρῃ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2561b. 81.
Spanish (DGE)
instalar apriscos o rediles para el ganado, amajadar las ovejas μηθεὶς ἐν τῷ ἱερῷ ... μήτε ἐννέμῃ μήτε ἐναυλοστατῇ ICr.3.4.9.82 (II a.C.).
Frisk Etymology German
ἐναυλοστατέω: {enaulostatéō}
See also: s. 2. ἔναυλος.
Page 1,510