ἀνάλημψις
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, ion. = ἀνάληψις, Hippocr.
Spanish (DGE)
v. ἀνάληψις.
Chinese
原文音譯:¢n£lhyij 安那-累普西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-得著(著)
字義溯源:被接上升,升天;源自 (ἀναλαμβάνω)=接;由(ἀνά)*=上到)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。 (ἀναλαμβάνω)是動詞, (ἀνάλημψις)是名詞,字義相同
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 被接上升(1) 路9:51