εἰδωλολατρία
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἡ,
A idolatry, Ep.Gal.5.20, 1 Ep.Cor.10.14.
Greek Monolingual
η (AM εἰδωλολατρία)
η λατρεία τών ειδώλων, πολυθεϊκή λατρεία
ļ
Chinese
原文音譯:e„dwlolatre⋯a 誒多羅-拉特累阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:覺察 全部-神聖 事奉
字義溯源:偶像崇拜,拜偶像;由(εἴδωλον)=偶像)與(λατρεία)=事奉神)組成;其中 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察), (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見);而 (λατρεία)出自(λατρεύω)=事奉,服伺), (λατρεύω)出自(λατρεύω)Y*=賤僕)。在新約,常將拜偶像與貪婪連在一起( 西3:5; 林前10:14)
出現次數:總共(4);林前(1);加(1);西(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 拜偶像(4) 林前10:14; 加5:20; 西3:5; 彼前4:3