поспешно
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Russian > Greek
τάχει ;; τάχος ;; ταχύ ;; προτροπάδην ;; προτροπάδαν ;; συντεταμένως ;; ἐπισπερχῶς ;; κατεσπευσμένως ;; σφοδρῶς ;; ἐσσυμένως ;; προπετῶς ;; σύδην ;; σπουδαίως ;; ἀτταταῖ