создавать
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Russian > Greek
ἐμποιέω, ἀπεργάζομαι, ἀνατέλλω, ἀντέλλω, διέπω, δημιουργέω, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, μητίζομαι, διαπλάσσω, διαπλάττω, μορφόω, ἐναπεργάζομαι, ἐνδημιουργέω, κατοικίζω, κατασκευάζω, οἰκοδομέω