διαπλάττω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. διαπλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πλάττω, Ion. διαπλάσσω kneden, vormen.