наблюдение
From LSJ
Russian > Greek
καταστάθμησις ;; ἐπιστασία ;; σκοπιά ;; σκοπιή ;; σκοπή ;; κατανόησις ;; νώμησις ;; θεωρία ;; θεωρίη ;; ἀποθεώρησις ;; παρατήρησις ;; κατασκοπή ;; ἐπίστασις ;; θεημοσύνη ;; φυλακή
καταστάθμησις ;; ἐπιστασία ;; σκοπιά ;; σκοπιή ;; σκοπή ;; κατανόησις ;; νώμησις ;; θεωρία ;; θεωρίη ;; ἀποθεώρησις ;; παρατήρησις ;; κατασκοπή ;; ἐπίστασις ;; θεημοσύνη ;; φυλακή