подскакивать
From LSJ
Russian > Greek
φριμάσσομαι ;; φριμάττομαι ;; ἐξάλλομαι ;; ἀναθρῴσκω ;; ἀνθρῴσκω ;; ἐπαναρριπτέω ;; σπυρθίζω ;; προσαΐσσω ;; προσᾴσσω ;; προσάλλομαι ;; προσανάλλομαι ;; ἀφάλλομαι ;; ἐφάλλομαι
φριμάσσομαι ;; φριμάττομαι ;; ἐξάλλομαι ;; ἀναθρῴσκω ;; ἀνθρῴσκω ;; ἐπαναρριπτέω ;; σπυρθίζω ;; προσαΐσσω ;; προσᾴσσω ;; προσάλλομαι ;; προσανάλλομαι ;; ἀφάλλομαι ;; ἐφάλλομαι