лазейка
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Russian > Greek
ἐπεισαγωγή ;; ἐπεσαγωγή ;; ὀχετός ;; παρείσδυσις ;; διέξοδος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ἐπεισαγωγή ;; ἐπεσαγωγή ;; ὀχετός ;; παρείσδυσις ;; διέξοδος