παρείσδυσις
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A slipping in, Chrysipp.Stoic.3.199, Gal.8.581; τοῦ ἑτέρου ἄρθρου A.D.Synt. 81.9; of poison, Philum. Ven.4.1; way to get in, opening, Thphr. CP1.7.2; loophole of entrance, chink, Epicur.Sent. Vat.47, Dam.Pr.68; means of entry, PStrassb.22.30 (i A.D.); but also, loophole of escape (in argument), Hero Spir. 1 Prooem. (fort. παρέκ-).
II dub. sens., ἔχουσι π. καὶ φιλαυτότητα καὶ λύπην Vett. Val.345.8.
German (Pape)
[Seite 512] ἡ, das heimliche Hineingehen, Hineinschleichen, Theophr.; Plut. de tranqu. an. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'introduire furtivement, de se glisser dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: παρεισδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρείσδῠσις: εως ἡ выход, лазейка Plut.
Greek Monolingual
η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ παρεισδύω
η διείσδυση, η παρείσφρηση
αρχ.
1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο
2. οπή, ρωγμή
3. τρόπος, μέσο εισόδου
4. υπεκφυγή.