дятел
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Russian > Greek
δενδροκολάπτης, δενδροκόλαφος, δρυκολάπτης, δρυοκολάπτης, δρυοκόλαψ, δρυοκόπος, δρύοψ, ἴπνη, καλοτύπος, κελεός, κνιπολόγος, κραυγός, ξυλοκόπος, πελεκᾶς, πῖπος, πίπρα, πιπώ, τύπανος