общественный
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Russian > Greek
ἐξωτερικός ;; πολιτικός ;; εὐρυάγυια ;; προσομιλητικός ;; δημόσιος ;; δαμόσιος ;; ἐπίξυνος ;; δημότερος ;; κοινωνικός ;; ἀστυνόμος ;; δημοτελής ;; πολισσονόμος ;; κοινός