продолжительный
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Russian > Greek
μακρός ;; δολιχός ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; μακραίων ;; μακρόπνοος ;; μακρόπνους ;; διαρκής ;; πλειστήρης ;; συχνός ;; ἐπιμήκης ;; πολλοστός