действительный
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Russian > Greek
παναληθής ;; ἐνεργητικός ;; δραστήριος ;; ἐτήτυμος ;; ἔτυμος ;; ἄϋπνος ;; ἐντελεχής ;; ὀρθώνυμος ;; ἰθαγενής ;; ἰθαιγενής ;; ὑπαρκτικός ;; χρήσιμος ;; ἐμφανής ;; ἑτοῖμος
παναληθής ;; ἐνεργητικός ;; δραστήριος ;; ἐτήτυμος ;; ἔτυμος ;; ἄϋπνος ;; ἐντελεχής ;; ὀρθώνυμος ;; ἰθαγενής ;; ἰθαιγενής ;; ὑπαρκτικός ;; χρήσιμος ;; ἐμφανής ;; ἑτοῖμος