πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
ἄημι ;; ἐκπνέω ;; ἐκπνείω ;; ἐπιπνέω ;; ἐπιπνείω ;; πνέω ;; πνείω ;; προσφυσάω ;; ψύχω ;; ἐμφυσάω ;; καταπνέω ;; καταπνείω ;; φυσάω ;; φυσέω ;; ἐγκαναχάομαι ;; προαποπνέω ;; ἀποπνέω ;; προσβάλλω