προσφυσάω
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
blow upon, πρὸς τὰ πρόσωπα Arist.Mir.845a22:—Pass., πόλεμος -φυσώμενος ὥσπερ ὑπ' ἀνέμων Plb.11.4.5.
German (Pape)
[Seite 787] noch dazu blasen, anfachen, Pol. 11, 5, 4, πῦρ, πόλεμον.
Greek (Liddell-Scott)
προσφῡσάω: φυσῶ πρός τι, φυσῶ καὶ κάμνω νὰ ἀνάψῃ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 144· - μετ’ αἰτ., πρ. αἷμά τινι Διον. Ἁλ. 11. 37· - παθ., καινοποιούμενος (ὁ πόλεμος) καὶ προσφυσώμενος, ὥσπερ ὑπ’ ἀνέμων Πολύβ. 11. 5, 5.
Russian (Dvoretsky)
προσφῡσάω:
1 дуть, выдувать: τὸ φλέγμα π. προς τι Arst. выплевывать мокроту на что-л.;
2 перен. раздувать, разжигать (πόλεμον Polyb.).