великолепие
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Russian > Greek
ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, ἀρετή, διαπρεπές, διαυγασμός, λαμπρόν, λαμπρότης, μεγαλεῖον, μεγαλοεργία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, περιαυγασμός, προστασία, σχῆμα, σχηματισμός, τὸ λαμπρόν