великолепие
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Russian > Greek
ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, ἀρετή, διαπρεπές, διαυγασμός, λαμπρόν, λαμπρότης, μεγαλεῖον, μεγαλοεργία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, περιαυγασμός, προστασία, σχῆμα, σχηματισμός, τὸ λαμπρόν