великолепие
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Russian > Greek
ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, ἀρετή, διαπρεπές, διαυγασμός, λαμπρόν, λαμπρότης, μεγαλεῖον, μεγαλοεργία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, περιαυγασμός, προστασία, σχῆμα, σχηματισμός, τὸ λαμπρόν