приключаться
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
Russian > Greek
ὑπάρχω, συνεμπίπτω, ὑποπίπτω, προστρέχω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι, προστυγχάνω, τυγχάνω, συμπίτνω, περιπίπτω, συγκυρέω, συμφέρω, συναντάω, καταλαμβάνω, συμπίπτω, συντυγχάνω, συμβαίνω, ἐφίστημι