чуждый
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Russian > Greek
ἀμέτοχος, ἀνομίλητος, ἀκοινώνητος, ἀκοινώνατος, ἀσύμφυλος, παράμουσος, ἐξόμιλος, ἄφυλος, ἀλλότριος, ξένος