παράμουσος

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμουσος Medium diacritics: παράμουσος Low diacritics: παράμουσος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: parámousos Transliteration B: paramousos Transliteration C: paramousos Beta Code: para/mousos

English (LSJ)

παράμουσον, (Μοῦσα) out of tune with, discordant with, c. dat., Ἄρης Βρομίου π. ἑορταῖς E.Ph.786 (lyr.); harsh, horrid, ἄτας πλαγά A. Ch.467 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 490] wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; ἄτης πλαγά, Aesch. Ch. 460; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend, Eur. Phoen. 792, Schol. ἀσύμφωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étranger aux Muses ; horrible.
Étymologie: παρά, μοῦσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράμουσος -ον [παρά, μοῦσα] dissonerend:. παράμουσος Ἄτας πλαγά de wanklank producerende slag van het onheil Aeschl. Ch. 467; Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς dissonerend met Bromios' feesten Eur. Phoen. 785.

Russian (Dvoretsky)

παράμουσος:
1 противный Музам, т. е. беззаконный, преступный (ἄτης πλαγά Aesch.);
2 чуждый, несогласный (Ἄρης, Βρομίου π. ἑορταῖς Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. παράφωνος
2. δριμύς, αυστηρόςπαράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μοῦσα].

Greek Monotonic

παράμουσος: -ον (Μοῦσα), αυτός που βρίσκεται εκτός αρμονίας, είναι ασύμφωνος με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.· απόλ., τραχύς, φοβερός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παράμουσος: -ον, (Μοῦσα) ὁ παράχορδος, παράφωνος, ἀνάρμοστος, μετὰ δοτ., Ἄρης Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, «ἀσύμφωνος, οὐ συνῳδός, ἀλλότριος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 786· τραχύς, ἄτης πλαγὰ Αἰσχύλ. Χο 454· πρβλ. ἀπόμουσος.

Middle Liddell

παρά-μουσος, ον, Μοῦσα
out of tune with, discordant with, c. dat., Eur.: absol. harsh, horrid, Aesch.