barrier
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἔρυμα, τό, πρόβλημα, τό, P. προβολή, ἡ.
anything that hinders: P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό.
be a barrier to, v.: P. ἐμπόδιος εἶναι (gen.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνομαι, ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).
barrier (against): P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.); see defence.
barriers against crime: P. ἐμφράγματα τῶν ἁμαρτημάτων (Isoc. 148A).