garland
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plato but rare P.), V. στέφος, τό. Ar. στεφάνη, ἡ; see also wreath. wear garlands, v.: P. στεφανηφορεῖν.
weave garlands: Ar. στεφανηπλοκεῖν.