deface
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
obliterate: P. and V. ἐξαλείφω, ἐξαλείφειν, ἀφανίζω, ἀφανίζειν.
mar: P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν, αἰκίζεσθαι, λυμαίνεσθαι, λωβᾶσθαι (Plato).