chronic
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English > Greek (Woodhouse)
adjective
recurring annually: Ar. and P. ἐπέτειος.
lasting a long time: P. and V. χρόνιος.
become chronic, v.: P. ἐγχρονίζεσθαι (pass.).
chronic return (of disease): P. περίοδος, ἡ.