beaten
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
hammered: V. σφυρήλατος. trodden down (of ground); P. ἀπόκροτος, στειβόμενος (Xen.), V. στιπτός.
hammered: V. σφυρήλατος. trodden down (of ground); P. ἀπόκροτος, στειβόμενος (Xen.), V. στιπτός.
a beaten path: Ar. ἀτραπός τετριμμένη.