ἀτρεμαιότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A calmness, Hp.Praec.13.
Greek Monolingual
ἀτρεμαιότης, η (Α) ατρεμαίος
ηρεμία, σταθερότητα.
Full diacritics: ἀτρεμαιότης | Medium diacritics: ἀτρεμαιότης | Low diacritics: ατρεμαιότης | Capitals: ΑΤΡΕΜΑΙΟΤΗΣ |
Transliteration A: atremaiótēs | Transliteration B: atremaiotēs | Transliteration C: atremaiotis | Beta Code: a)tremaio/ths |
ητος, ἡ,
A calmness, Hp.Praec.13.
ἀτρεμαιότης, η (Α) ατρεμαίος
ηρεμία, σταθερότητα.