ἀτρεμαιότης
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
-ητος, ἡ, calmness, Hp.Praec.13.
Greek Monolingual
ἀτρεμαιότης, η (Α) ατρεμαίος
ηρεμία, σταθερότητα.