Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
P. and V. καθαρός, Met., P. and V. καθαρός, ἀκήρατος (rare P.), ἁγνός (rare P.), ἀκέραιος, ἄμεμπτος, V. ἀκραιφνής, ἄθικτος; see pure.