Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. and V. καθαρός, Met., P. and V. καθαρός, ἀκήρατος (rare P.), ἁγνός (rare P.), ἀκέραιος, ἄμεμπτος, V. ἀκραιφνής, ἄθικτος; see pure.