τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
P. and V. ἀπόπληκτος, μανιώδης, Ar. and P. παράπληξ, μανικός, V. ἐμμανής (Plato also but rare P.), Ar. and V. παραπεπληγμένος; see mad.