magnanimity
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. γενναιότης, τὸ γενναῖον, P. καλοκαγαθία, ἡ, μεγαλοφροσύνη, ἡ, μεγαλοψυχία, ἡ.