καλοκαγαθία

Greek (Liddell-Scott)

καλοκαγαθία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ (ἴδε καλοκάγαθος), εὐγένεια, χρηστότης, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 16, Πολυδ. Α΄ 13, 4, καὶ συχν. ἐν ἐπαινετικαῖς ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 1388, 1368, 1450, κ. ἀλλ.)· τῆς πόλεως καλ. Δημ. 157. 9· ἀντίθετ. τῷ κακία, πονηρία, Ἰσοκρ. 2. Β, Δημ. 777. 5· τῷ ῥαδιουργία, Ξεν. Ἀγησ. 11. 6.

Greek Monolingual

η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) καλοκάγαθος
η ιδιότητα του καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια
αρχ.
εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και ευγενής συμπεριφορά, φιλάνθρωπη διαγωγή («ἡ τῆς πόλεως καλοκἀγαθία», Δημοσθ.).

Chinese

原文音譯:kakop£qeia 卡可-爬帖阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:邪惡-情感(著)
字義溯源:困苦,受苦,痛苦,困難;由(κακός)*=卑劣的)與(πάθος)=受苦)組成;而 (πάθος)出自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 受苦(1) 雅5:10