αὐλίσκος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
ὁ, (αὐλός I.2)
A small reed, pipe, λιγύφθογγος Thgn.241; αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων cj. in Pi.Parth.2.14: prov., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις makes a great bluster, S.Fr.768. II generally, small pipe or tube, Arist.Ath.68.2, Plb.27.11.2, Mnesith. ap. Orib.8.38.3; catheter, Hp.Morb.1.6. III = αὶδοῖον, Ptol.Tetr.187, Sch.Opp. H.1.582, Anon.in Ptol.Tetr.157. IV ear-ring (Persian), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλός, μικρὸς κάλαμος, μικρὸς αὐλός, λιγύφθογγος Θέογν. 241· παροιμ., φυσᾷ οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις, ποιεῖ μέγαν θόρυβον, Σοφ. Ἀποσπ. 753. ΙΙ. ἐν γένει, μικρὸς σωλήν, Ἱππ. 238. 30, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424, κτλ.