κίουρος

From LSJ
Revision as of 22:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίουρος Medium diacritics: κίουρος Low diacritics: κίουρος Capitals: ΚΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kíouros Transliteration B: kiouros Transliteration C: kiouros Beta Code: ki/ouros

English (LSJ)

ὁ,    A basket for corn, or measure, Hsch. (Hebr. kiyyór 'pot, basin'.)

Greek Monolingual

κίουρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. δοχείο σιταριού
2. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. kiyyor «αγγείο, δοχείο»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiuroi = κίουροι].