καιρόφιλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A lover or observer of times, epith. of an astrologer, Vett.Val.271.25.
Greek Monolingual
καιρόφιλος, ὁ (Α)
(για αστρολόγο) αυτός που παρατηρεί τον καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. ζωό-φιλος, υδρό-φιλος].