καταγελαστικός

From LSJ
Revision as of 18:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελαστικός Medium diacritics: καταγελαστικός Low diacritics: καταγελαστικός Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katagelastikós Transliteration B: katagelastikos Transliteration C: katagelastikos Beta Code: katagelastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. -κῶς scoffingly, Poll. 5.128.

German (Pape)

[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.

Greek Monolingual

καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.

Russian (Dvoretsky)

καταγελαστικός: насмешливый Men.