κυρτίς
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A weel, lobster-pot, Opp.H.5.600; strainer, Nic.Al.493, Dsc.1.52, Gal. 13.55.
German (Pape)
[Seite 1538] ίδος, ἡ, dim. von κύρτη, Reuse; Opp. Hal. 5, 600; Nic. Al. 493; – ein Sieb, Diosc. – Bei Hesych. Vogelkäfig.
Greek Monolingual
κυρτίς, -ίδος, ἡ (Α) κύρτος
1. αλιευτικό δίχτυ
2. στραγγιστήρι, σουρωτήρι («χυλίζεται δὲ κοπεῑσα ἡ ῤίζα καὶ διὰ κυρτίδος», Διοσκ.).