μεταστύλιον

Revision as of 12:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ], τό,    A intercolumniation, IG22.1668.63, Milet.7p.56: pl., IG11(2).199A73 (Delos, iii B. C.); spaces between pilasters, Rev. Phil.43.186,199; colonnade, D.C.68.25.

German (Pape)

[Seite 154] τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v. l. μεταστήλιον.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστύλιον: τό, διάδρομος μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25.

Greek Monolingual

μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επι-στύλιον, περι-στύλιον].

Greek Monolingual

μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επι-στύλιον, περι-στύλιον].