νικήτωρ
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ορος,
A victorious: τὸ τῶν N. στρατόπεδον, = Legio Victrix, D.C.55.23.
German (Pape)
[Seite 256] ορος, ὁ, poet. = νικητήρ (?).
Greek Monolingual
νικήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ)
1. νικητής
2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ)].