παρακερκίς
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A small bone of the leg, Poll.2.191. II sidebone, as a pathological condition, Hippiatr.51.
German (Pape)
[Seite 482] ίδος, ἡ, der kleine Knochen neben dem großen des Schienbeines, sonst περόνη, Poll. 2, 191.
Greek (Liddell-Scott)
παρακερκίς: ἡ, τὸ μικρὸν ὀστοῦν τῆς κνήμης (πρβλ. περόνη), Πολυδ. Β΄, 191.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις
αρχ.
το μικρό οστό της κνήμης, η περόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κερκίς, -ίδος «οστό της κνήμης»].