περικνίδιον
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
[κνῐ], τό, qume/wn perikni/dia A stalks or leaves of thyme, AP9.226 (Zon., dub.).
German (Pape)
[Seite 580] τό, ein Theil der Thymianstande, Diod. Zon. 6 (IX, 226), ῥικνόν genannt.
Greek (Liddell-Scott)
περικνίδιον: [κνῐ], τό, ἐν Ἀνθ. Π. 9. 26, θυμέων περικνίδια, πιθ., κλωνάρια ἢ φύλλα θύμου.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλαστός ή φύλλο του φυτού θύμος.
Russian (Dvoretsky)
περικνίδιον: (νῐ) τό стебелек или черешок Anth.