περιπνίγω
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], A suffocate, Gp.6.1.2 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 588] (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
περιπνίγω: [ῑ], πνίγω πανταχόθεν, τοὺς ἐργαζομένους (ἐν τῇ ληνῷ) μὴ περιπνίγεσθαι ἀπὸ τῆς τοῦ γλεύκους ἀναφορὰς Γεωπ. 6. 1, 2.