συγκατασπείρω
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
A sow or plant together, Gal.19.168, Eun.Hist.p.251 D.:—Pass., Hld.3.12.
German (Pape)
[Seite 966] mit, zugleich, zusammen ausstreuen, säen, Heliod. 3, 12.
Greek Monolingual
Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.
Greek Monolingual
Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.