συνοικέσιον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, A = συνοίκησις, esp. marriage, -ίου συγγραφή PTeb. 809.5 (ii B.C.), POxy.250 (i A.D.), cf. Cat.Cod.Astr.7.110, Lyd.Mens. 4.89, etc. II συνοικέσια, τά, = συνοίκια, Sch.Ar.Pax1019.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικέσιον: τό, = συνοίκησις, ἰδίως γάμος, ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε συνοικία.