σύνομβρος

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνομβρος Medium diacritics: σύνομβρος Low diacritics: σύνομβρος Capitals: ΣΥΝΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: sýnombros Transliteration B: synombros Transliteration C: synomvros Beta Code: su/nombros

English (LSJ)

ον,

   A joined or mixed with rain, EM407.31.

German (Pape)

[Seite 1030] mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σύνομβρος: -ον, συνωδευμένος μετὰ βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. ζάλη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμορος (Ι) «βροχή, νεροποντή»].